- κακοζωίᾳ
- κακοζωίᾱͅ , κακοζωίαevil lifefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοζωία — η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα) το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή αρχ. (ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο ζωία] … Dictionary of Greek
κακοζωίας — κακοζωίᾱς , κακοζωία evil life fem acc pl κακοζωίᾱς , κακοζωία evil life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζωίαν — κακοζωίᾱν , κακοζωία evil life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek